ΘΕΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ …Ημέρα εγκλεισμού 29η – Σάββατο 05 Δεκεμβρίου 2020 -ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΡΑΝΙΚΟΥ
Το αυτοκίνητο έστριψε στο δρομάκι δεξιά , εκεί που η ξύλινη πινακίδα έδειχνε προς «ΕΥΔΙΑ».
Διέσχισε το όμορφο δάσος με τα ασπρολεύκαδα κι έφτασε στο ξέφωτο με το καταπράσινο γρασίδι.
Πίσω από τον οίκο ευγηρίας με το χαρακτηριστικό όνομα Εύδια, ξεπρόβαλλαν τα Πιέρια, κατάφυτα με οξιές, βελανιδιές και καστανιές, αγέρωχα σαν φύλακες της ηρεμίας και της ξεγνοιασιάς που απολάμβαναν οι Γεραιοί, που φιλοξενούνταν από την Πολιτεία στο πανέμορφο εκείνο μέρος.
Άνοιξε την πόρτα της αυλής και πέρασε μέσα από τον περιποιημένο και καλόγουστο κήπο με τις τριανταφυλλιές που, αν και Χειμώνας, είχαν ξεμείνει επάνω στα γυμνά κλαδιά μερικά μπουμπούκια και ο κηπουρός τα άφηνε επίτηδες σαν να ήθελε να αφήσει το μήνυμα να περνάει, πως ακόμα και στο τέλος μιας εποχής, ανθίζει ζωή κι ομορφιά …
Ο Αριστοτέλης επισκεπτόταν τον παππού του κάθε φορά που είχε χρόνο και περνούσαν μαζί αρκετές ώρες ανταλλάσσοντας εμπειρίες διαφορετικών εποχών.
Ο παππούς καθόταν στο σαλόνι και αγνάντευε από το μεγάλο παράθυρο, την όμορφη θέα που έβλεπε στη λίμνη του Πολυφύτου. Στα ήρεμα νερά της καθρεφτιζόταν τα χαμηλά βουνά κι ο ουρανός με τα πουπουλένια σύννεφα, αφήνοντας ως στοχασμό το ερώτημα: «όπως κάτω έτσι κι απάνω;;;».
Δίπλα, έτριζαν τα ξύλα στο τζάκι και παιχνίδιζαν οι φλόγες ζεσταίνοντας τις καρδιές των παππούδων και των γιαγιάδων που χαλάρωναν κρατώντας στα χέρια τους ένα φλυτζάνι ζεστό τσάι.
Ο Αριστοτέλης πρόσφερε σε όλους μελόγλυκα που είχε φτιάξει η Μελπομένη ακριβώς για αυτόν τον σκοπό κι έπειτα κάθισε κοντά στον παππού του που περίμενε να ακούσει για τα κατορθώματα του μικρού Ανδροκλή, του δισέγγονου του και για τη ζωή που χαίρονταν οι νέοι στην Ελλήνων Πολιτεία.
Όμως οι επισκέψεις του Αριστοτέλη, εκτός από το να βρεθεί κοντά στον παππού του, είχαν σκοπό την καταγραφή όλων των ιστοριών που ο παππούς μολογούσε σκαλίζοντας μνήμες από τα αποστατικά χρόνια. Το βιβλίο με τίτλο «ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ», συμπληρωνόταν σε κάθε επίσκεψη.
Κόντευε τα 86 έτη ζωής ο Αγησίλαος και η μνήμη του διέγραφε με μεγάλη ευκολία τα άσχημα που πέρασαν και πίσω να μην ξανάρθουν….
- « Πόσο χρονών ήσουν παππού όταν ξεκινήσατε τον αγώνα σας για την εγκαθίδρυση της Πολιτείας μας;;;»
- «ήμουν 40 και η μάνα σου ήταν τότε 5 ετών…Είχε ξεκινήσει η κρίση κι εγώ παρατηρούσα την κατάπτωση κάθε ηθικής και την απειλή της φτώχειας που κάθε μέρα θέριευε και απειλούσε όλους μας…Πιο πολύ όμως με ένοιαζε η κορούλα μου που την έφερα να μεγαλώσει στον πιο βρώμικο κόσμο με χίλιες παγίδες κι απειλές…Τότε ήταν, που τον άκουσα να μιλάει….κι ο λόγος του ήρθε να μου δώσει δύναμη κι έναν επιπλέον λόγο ύπαρξης της ζωής μου….Ήταν το μήνυμα , και το άκουγα ξανά και ξανά και όσο το άκουγα τόσο το κάλεσμα του έβαζε φωτιά στην καρδιά μου και ξύπναγε έναν άλλον εαυτό μέσα μου, έναν πολεμιστή, γιατί αυτό έλεγε: «ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙ…ΕΙΧΑΤΕ ΞΕΧΑΣΕΙ ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ…ΕΙΣΤΕ ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΙ, ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΦΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ…ΟΛΟΣ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΜΕ ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ…ΔΕΝ ΕΧΩ ΕΥΧΕΣ ΑΛΛΑ ΕΧΩ ΝΑ ΔΩΣΩ ΕΝΑΝ ΟΡΚΟ ….ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΛΗΝΑ ΕΝΩΜΕΝΟ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ…ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ….Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΟΛΑ ΚΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΤΑ ΧΑΝΕΙ ΟΛΑ…ΑΝ ΧΑΣΟΥΜΕ …ΘΑ ΦΑΜΕ ΒΡΑΔΥΝΟ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ….ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ…ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΑ …ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙ….»
-
Και δεν μας άφησε αγόρι μου, ακόμη και μέσα από τη φυλακή ήταν πάντα μαζί μας, μας καθοδηγούσε, έγραφε όλη την ιστορία από το παρελθόν κι εμείς μαζί του στο παρόν γράφαμε νέα ιστορία …
Το μήνυμα άκουσα κι ένιωσα πως έπρεπε να είμαι εκεί, μαζί με όλους που ήθελαν αληθινή ελευθερία…
Μία μία έπεφταν οι κουρτίνες που η αποστασία είχε απλώσει στα μάτια μας μπροστά και δεν βλέπαμε, παρά μόνον τη δική της πυκνή ύφανση που εμπόδιζε το φως της αλήθειας να ξυπνήσει το νου μας…»
Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια του παππού, φανέρωναν τη συναισθηματική φόρτιση, το πάθος που τον είχε κατακλύσει για έναν πιο Δίκαιο κόσμο, τις μνήμες ενός αγώνα που τότε, κανείς δεν τον έβλεπε αλλά τον ένιωθε στο πετσί του, καθώς η στέρηση και η απόγνωση καθημερινά τον βασάνιζαν ανελέητα….
Τα δάκρυα του, έκαναν την Αλεξία να σηκωθεί από την κουνιστή καρέκλα όπου χαλάρωνε και με βλέμμα που έδειχνε πλήρη κατανόηση, να ακουμπήσει τον ώμο του και να καθίσει δίπλα του…
Η σιωπή που ακολούθησε ένωσε τις ψυχές όλων των πολεμιστών που βρισκόταν μαζί εκείνη τη στιγμή και τις συντόνισε να χτυπάνε σε έναν παλμό, αυτόν της δικαίωσης και της τελικής νίκης. (συνεχίζεται)
Post a Comment